σιμοκύων

σιμοκύων
ο, Ν
(παλαιοντ.) γένος θηλαστικών που έχει εκλείψει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης» + κύων «σκύλος». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”